Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
View word page
ἠλιθιάζω
to speak
ShortDef
to speak
Debugging
Headword:
ἠλιθιάζω
Headword (normalized):
ἠλιθιάζω
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιαζω
IDX:
39649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39650
Key:
Data
{'content': 'to speak'}