Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοπρόσαλλος
ἆλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
View word page
ἀλλοτριοεπίσκοπος
a busy-body in other men's matters

ShortDef

a busy-body in other men's matters

Debugging

Headword:
ἀλλοτριοεπίσκοπος
Headword (normalized):
ἀλλοτριοεπίσκοπος
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοεπισκοπος
IDX:
3964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3965
Key:

Data

{'content': "a busy-body in other men's matters"}