Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλίασις
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
View word page
ἤλιθα
enough, sufficiently
ShortDef
enough, sufficiently
Debugging
Headword:
ἤλιθα
Headword (normalized):
ἤλιθα
Headword (normalized/stripped):
ηλιθα
IDX:
39648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39649
Key:
Data
{'content': 'enough, sufficiently'}