Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἠλίας
ἡλιάς
ἡλίασις
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
View word page
ἠλίβατος
high, steep, precipitous

ShortDef

high, steep, precipitous

Debugging

Headword:
ἠλίβατος
Headword (normalized):
ἠλίβατος
Headword (normalized/stripped):
ηλιβατος
IDX:
39646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39647
Key:

Data

{'content': 'high, steep, precipitous'}