Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιάζομαι
ἡλιάζω
Ἡλιαῖα
ἡλιαία
Ἠλιακός
ἡλιακός
ἡλιανθές
Ἠλίας
ἡλιάς
ἡλίασις
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
View word page
ἡλίασις2
sitting in the law court

ShortDef

exposure to the sun
sitting in the law court

Debugging

Headword:
ἡλίασις2
Headword (normalized):
ἡλίασις
Headword (normalized/stripped):
ηλιασις2
IDX:
39639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39640
Key:

Data

{'content': 'sitting in the law court'}