Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
Ἡλιάδης
ἡλιάζομαι
ἡλιάζω
Ἡλιαῖα
ἡλιαία
Ἠλιακός
ἡλιακός
ἡλιανθές
Ἠλίας
ἡλιάς
ἡλίασις
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
View word page
ἡλιακός
of the sun, solar

ShortDef

of the sun, solar

Debugging

Headword:
ἡλιακός
Headword (normalized):
ἡλιακός
Headword (normalized/stripped):
ηλιακος
IDX:
39634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39635
Key:

Data

{'content': 'of the sun, solar'}