Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
Ἡλιάδης
ἡλιάζομαι
ἡλιάζω
Ἡλιαῖα
ἡλιαία
Ἠλιακός
ἡλιακός
ἡλιανθές
Ἠλίας
ἡλιάς
ἡλίασις
ἡλίασις2
ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
View word page
Ἠλιακός
Elian, of Elis
ShortDef
Elian, of Elis
Debugging
Headword:
Ἠλιακός
Headword (normalized):
ἠλιακός
Headword (normalized/stripped):
ηλιακος
IDX:
39633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39634
Key:
Data
{'content': 'Elian, of Elis'}