Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
Ἡλιάδης
ἡλιάζομαι
ἡλιάζω
Ἡλιαῖα
ἡλιαία
Ἠλιακός
ἡλιακός
ἡλιανθές
Ἠλίας
View word page
ἠλέματος
idle, vain, trifling

ShortDef

idle, vain, trifling

Debugging

Headword:
ἠλέματος
Headword (normalized):
ἠλέματος
Headword (normalized/stripped):
ηλεματος
IDX:
39626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39627
Key:

Data

{'content': 'idle, vain, trifling'}