Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
Ἡλιάδης
ἡλιάζομαι
View word page
ἠλεκτρόομαι
become electrum

ShortDef

become electrum

Debugging

Headword:
ἠλεκτρόομαι
Headword (normalized):
ἠλεκτρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτροομαι
IDX:
39619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39620
Key:

Data

{'content': 'become electrum'}