Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοποιός
ἀλλοπρόσαλλος
ἆλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
View word page
ἀλλοτριάζω
to be ill-disposed

ShortDef

to be ill-disposed

Debugging

Headword:
ἀλλοτριάζω
Headword (normalized):
ἀλλοτριάζω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριαζω
IDX:
3961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3962
Key:

Data

{'content': 'to be ill-disposed'}