Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
Ἡλιάδης
View word page
ἤλεκτρον
electron

ShortDef

electron

Debugging

Headword:
ἤλεκτρον
Headword (normalized):
ἤλεκτρον
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτρον
IDX:
39618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39619
Key:

Data

{'content': 'electron'}