Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
ἠλεός
View word page
ἠλεκτρίς
amber
ShortDef
amber
Debugging
Headword:
ἠλεκτρίς
Headword (normalized):
ἠλεκτρίς
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτρις
IDX:
39617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39618
Key:
Data
{'content': 'amber'}