Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
ἠλέματος
View word page
ἠλέκτρινος
made of ἤλεκτρον

ShortDef

made of ἤλεκτρον

Debugging

Headword:
ἠλέκτρινος
Headword (normalized):
ἠλέκτρινος
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτρινος
IDX:
39616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39617
Key:

Data

{'content': 'made of ἤλεκτρον'}