Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
ἠλέκτωρ
View word page
Ἠλέκτρα
Electra

ShortDef

Electra

Debugging

Headword:
Ἠλέκτρα
Headword (normalized):
ἠλέκτρα
Headword (normalized/stripped):
ηλεκτρα
IDX:
39615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39616
Key:

Data

{'content': 'Electra'}