Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
Ἠλεκτρυώνη
ἠλεκτρώδης
View word page
Ἠλεῖος
from Elis

ShortDef

from Elis

Debugging

Headword:
Ἠλεῖος
Headword (normalized):
ἠλεῖος
Headword (normalized/stripped):
ηλειος
IDX:
39614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39615
Key:

Data

{'content': 'from Elis'}