Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
Ἠλεκτρύων
View word page
Ἠλείας
Elijah

ShortDef

Elijah

Debugging

Headword:
Ἠλείας
Headword (normalized):
ἠλείας
Headword (normalized/stripped):
ηλειας
IDX:
39612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39613
Key:

Data

{'content': 'Elijah'}