Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
ἠλεκτροφόρος
View word page
Ἠλειακός
of or from Elis

ShortDef

of or from Elis

Debugging

Headword:
Ἠλειακός
Headword (normalized):
ἠλειακός
Headword (normalized/stripped):
ηλειακος
IDX:
39611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39612
Key:

Data

{'content': 'of or from Elis'}