Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
ἠλεκτροφαής
View word page
ἠλάσκω
to wander, stray, roam about
ShortDef
to wander, stray, roam about
Debugging
Headword:
ἠλάσκω
Headword (normalized):
ἠλάσκω
Headword (normalized/stripped):
ηλασκω
IDX:
39610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39611
Key:
Data
{'content': 'to wander, stray, roam about'}