Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠκής
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
ἠλεκτρόομαι
View word page
ἠλασκάζω
to flee from, shun

ShortDef

to flee from, shun

Debugging

Headword:
ἠλασκάζω
Headword (normalized):
ἠλασκάζω
Headword (normalized/stripped):
ηλασκαζω
IDX:
39609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39610
Key:

Data

{'content': 'to flee from, shun'}