Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠκή
ἠκής
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
ἠλεκτρίς
ἤλεκτρον
View word page
ἡλάριον
small nail
ShortDef
small nail
Debugging
Headword:
ἡλάριον
Headword (normalized):
ἡλάριον
Headword (normalized/stripped):
ηλαριον
IDX:
39608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39609
Key:
Data
{'content': 'small nail'}