Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἦκα
ἤκεστος
ἠκή
ἠκής
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
Ἠλέκτρα
ἠλέκτρινος
View word page
ἠλακάτη
a distaff

ShortDef

a distaff

Debugging

Headword:
ἠλακάτη
Headword (normalized):
ἠλακάτη
Headword (normalized/stripped):
ηλακατη
IDX:
39606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39607
Key:

Data

{'content': 'a distaff'}