Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἠϊών
ἠϊών
ἦκα
ἤκεστος
ἠκή
ἠκής
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
Ἠλείας
Ἠλεῖοι
Ἠλεῖος
View word page
ἠλαίνω
to wander, stray
ShortDef
to wander, stray
Debugging
Headword:
ἠλαίνω
Headword (normalized):
ἠλαίνω
Headword (normalized/stripped):
ηλαινω
IDX:
39604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39605
Key:
Data
{'content': 'to wander, stray'}