Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἠϊονεύς
ἤϊος
ἠϊόω
Ἠϊών
ἠϊών
ἦκα
ἤκεστος
ἠκή
ἠκής
ἥκιστος
ἤκιστος
ἠκριβωμένως
ἥκω
ἠλαίνω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἠλακατῆνες
ἡλάριον
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
Ἠλειακός
View word page
ἤκιστος
the gentlest
ShortDef
the gentlest
Debugging
Headword:
ἤκιστος
Headword (normalized):
ἤκιστος
Headword (normalized/stripped):
ηκιστος
IDX:
39601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39602
Key:
Data
{'content': 'the gentlest'}