Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοποιός
ἀλλοπρόσαλλος
ἆλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
View word page
ἀλλοτέρμων
foreign
ShortDef
foreign
Debugging
Headword:
ἀλλοτέρμων
Headword (normalized):
ἀλλοτέρμων
Headword (normalized/stripped):
αλλοτερμων
IDX:
3959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3960
Key:
Data
{'content': 'foreign'}