Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
View word page
ἀγέννητος
unbegotten, unborn

ShortDef

unbegotten, unborn

Debugging

Headword:
ἀγέννητος
Headword (normalized):
ἀγέννητος
Headword (normalized/stripped):
αγεννητος
IDX:
395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-396
Key:

Data

{'content': 'unbegotten, unborn'}