Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἤθησις
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
ἠθικός
ἠθμοειδής
ἡθμός
ἠθογραφέω
ἠθογράφος
ἠθολογέω
ἠθολογία
ἠθοποιέω
ἠθοποιητικός
ἠθοποιία
ἠθοποιός
ἦθος
ἤια
ἤϊα
ἠίθεος
ἠϊόεις
Ἠϊόνες
Ἠϊονεύς
View word page
ἠθοποιέω
to form manners
ShortDef
to form manners
Debugging
Headword:
ἠθοποιέω
Headword (normalized):
ἠθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ηθοποιεω
IDX:
39581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39582
Key:
Data
{'content': 'to form manners'}