Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
Ἠετίων
Ἠετιωνεία
ἠθαλέος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
ἤθημα
ἤθησις
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
ἠθικός
ἠθμοειδής
ἡθμός
ἠθογραφέω
ἠθογράφος
ἠθολογέω
ἠθολογία
ἠθοποιέω
ἠθοποιητικός
View word page
ἠθητικός
capable of being strained
ShortDef
capable of being strained
Debugging
Headword:
ἠθητικός
Headword (normalized):
ἠθητικός
Headword (normalized/stripped):
ηθητικος
IDX:
39572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39573
Key:
Data
{'content': 'capable of being strained'}