Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠερόπλαγκτος
ἠεροφεγγής
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
Ἠετίων
Ἠετιωνεία
ἠθαλέος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
ἤθημα
ἤθησις
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
ἠθικός
ἠθμοειδής
ἡθμός
ἠθογραφέω
ἠθογράφος
ἠθολογέω
View word page
ἠθέω
to sift, strain

ShortDef

to sift, strain

Debugging

Headword:
ἠθέω
Headword (normalized):
ἠθέω
Headword (normalized/stripped):
ηθεω
IDX:
39569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39570
Key:

Data

{'content': 'to sift, strain'}