Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠερομήκης
ἠερόμικτος
ἠερόμορφος
ἠερόπλαγκτος
ἠεροφεγγής
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
Ἠετίων
Ἠετιωνεία
ἠθαλέος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
ἤθημα
ἤθησις
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
View word page
ἠερόφωνος
sounding through air, loud-voiced

ShortDef

sounding through air, loud-voiced

Debugging

Headword:
ἠερόφωνος
Headword (normalized):
ἠερόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ηεροφωνος
IDX:
39563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39564
Key:

Data

{'content': 'sounding through air, loud-voiced'}