Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠερομήκης
ἠερόμικτος
ἠερόμορφος
ἠερόπλαγκτος
ἠεροφεγγής
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
Ἠετίων
Ἠετιωνεία
ἠθαλέος
ἠθάς
ἠθεῖος
ἠθέω
View word page
ἠερόπλαγκτος
wandering in mid air

ShortDef

wandering in mid air

Debugging

Headword:
ἠερόπλαγκτος
Headword (normalized):
ἠερόπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
ηεροπλαγκτος
IDX:
39559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39560
Key:

Data

{'content': 'wandering in mid air'}