Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοποιός
ἀλλοπρόσαλλος
ἆλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
View word page
ἆλλος
(Aeol.) distraught > ἠλεός

ShortDef

(Aeol.) distraught > ἠλεός

Debugging

Headword:
ἆλλος
Headword (normalized):
ἆλλος
Headword (normalized/stripped):
αλλος
IDX:
3955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3956
Key:

Data

{'content': '(Aeol.) distraught > ἠλεός'}