Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἠδωνός
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠερόθεν
ἠερομήκης
ἠερόμικτος
ἠερόμορφος
ἠερόπλαγκτος
ἠεροφεγγής
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
Ἠετίων
Ἠετιωνεία
ἠθαλέος
ἠθάς
ἠθεῖος
View word page
ἠερόμορφος
airformed
ShortDef
airformed
Debugging
Headword:
ἠερόμορφος
Headword (normalized):
ἠερόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ηερομορφος
IDX:
39558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39559
Key:
Data
{'content': 'airformed'}