Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
Ἠδωνικός
Ἠδωνός
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
View word page
ἡδύφθογγος
sweet-voiced

ShortDef

sweet-voiced

Debugging

Headword:
ἡδύφθογγος
Headword (normalized):
ἡδύφθογγος
Headword (normalized/stripped):
ηδυφθογγος
IDX:
39541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39542
Key:

Data

{'content': 'sweet-voiced'}