Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
Ἠδωνικός
Ἠδωνός
View word page
ἡδυτόκος
producing sweets

ShortDef

producing sweets

Debugging

Headword:
ἡδυτόκος
Headword (normalized):
ἡδυτόκος
Headword (normalized/stripped):
ηδυτοκος
IDX:
39538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39539
Key:

Data

{'content': 'producing sweets'}