Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
Ἠδωνικός
View word page
ἡδύτης
sweetness

ShortDef

sweetness

Debugging

Headword:
ἡδύτης
Headword (normalized):
ἡδύτης
Headword (normalized/stripped):
ηδυτης
IDX:
39537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39538
Key:

Data

{'content': 'sweetness'}