Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
View word page
ἡδυσμός
a sweet savour, sweetness
ShortDef
a sweet savour, sweetness
Debugging
Headword:
ἡδυσμός
Headword (normalized):
ἡδυσμός
Headword (normalized/stripped):
ηδυσμος
IDX:
39534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39535
Key:
Data
{'content': 'a sweet savour, sweetness'}