Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
View word page
ἡδυσματόληρος
absurdly dainty

ShortDef

absurdly dainty

Debugging

Headword:
ἡδυσματόληρος
Headword (normalized):
ἡδυσματόληρος
Headword (normalized/stripped):
ηδυσματοληρος
IDX:
39533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39534
Key:

Data

{'content': 'absurdly dainty'}