Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
View word page
ἡδύσαρον
axe-weed, Bonaveria Securidaca
ShortDef
axe-weed, Bonaveria Securidaca
Debugging
Headword:
ἡδύσαρον
Headword (normalized):
ἡδύσαρον
Headword (normalized/stripped):
ηδυσαρον
IDX:
39530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39531
Key:
Data
{'content': 'axe-weed, Bonaveria Securidaca'}