Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
View word page
ἡδύς
sweet
ShortDef
sweet
Debugging
Headword:
ἡδύς
Headword (normalized):
ἡδύς
Headword (normalized/stripped):
ηδυς
IDX:
39529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39530
Key:
Data
{'content': 'sweet'}