Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
ἡδυτόκος
View word page
ἡδυπρόσωπος
of sweet countenance

ShortDef

of sweet countenance

Debugging

Headword:
ἡδυπρόσωπος
Headword (normalized):
ἡδυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ηδυπροσωπος
IDX:
39528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39529
Key:

Data

{'content': 'of sweet countenance'}