Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτης
View word page
ἡδύποτος
sweet to drink

ShortDef

sweet to drink

Debugging

Headword:
ἡδύποτος
Headword (normalized):
ἡδύποτος
Headword (normalized/stripped):
ηδυποτος
IDX:
39527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39528
Key:

Data

{'content': 'sweet to drink'}