Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
View word page
ἡδυπάθεια
pleasant living, luxury

ShortDef

pleasant living, luxury

Debugging

Headword:
ἡδυπάθεια
Headword (normalized):
ἡδυπάθεια
Headword (normalized/stripped):
ηδυπαθεια
IDX:
39518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39519
Key:

Data

{'content': 'pleasant living, luxury'}