Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
View word page
ἡδυόφθαλμος
sweet-eyed
ShortDef
sweet-eyed
Debugging
Headword:
ἡδυόφθαλμος
Headword (normalized):
ἡδυόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
ηδυοφθαλμος
IDX:
39517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39518
Key:
Data
{'content': 'sweet-eyed'}