Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδυπνοΐς
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
View word page
ἡδυόνειρος
causing sweet dreams

ShortDef

causing sweet dreams

Debugging

Headword:
ἡδυόνειρος
Headword (normalized):
ἡδυόνειρος
Headword (normalized/stripped):
ηδυονειρος
IDX:
39514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39515
Key:

Data

{'content': 'causing sweet dreams'}