Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
View word page
ἡδύνω
to sweeten, season, give a flavour

ShortDef

to sweeten, season, give a flavour

Debugging

Headword:
ἡδύνω
Headword (normalized):
ἡδύνω
Headword (normalized/stripped):
ηδυνω
IDX:
39511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39512
Key:

Data

{'content': 'to sweeten, season, give a flavour'}