Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
View word page
ἡδυντός
seasoned
ShortDef
seasoned
Debugging
Headword:
ἡδυντός
Headword (normalized):
ἡδυντός
Headword (normalized/stripped):
ηδυντος
IDX:
39510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39511
Key:
Data
{'content': 'seasoned'}