Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
View word page
ἡδυντήριος
sweetening, soothing

ShortDef

sweetening, soothing

Debugging

Headword:
ἡδυντήριος
Headword (normalized):
ἡδυντήριος
Headword (normalized/stripped):
ηδυντηριος
IDX:
39508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39509
Key:

Data

{'content': 'sweetening, soothing'}