Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
View word page
ἡδυντήρ
seasoning
ShortDef
seasoning
Debugging
Headword:
ἡδυντήρ
Headword (normalized):
ἡδυντήρ
Headword (normalized/stripped):
ηδυντηρ
IDX:
39507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39508
Key:
Data
{'content': 'seasoning'}