Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
ἡδύοσμος
View word page
ἡδυντέον
one must season

ShortDef

one must season

Debugging

Headword:
ἡδυντέον
Headword (normalized):
ἡδυντέον
Headword (normalized/stripped):
ηδυντεον
IDX:
39506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39507
Key:

Data

{'content': 'one must season'}