Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμον
View word page
ἥδυμος
sweet, pleasant

ShortDef

sweet, pleasant

Debugging

Headword:
ἥδυμος
Headword (normalized):
ἥδυμος
Headword (normalized/stripped):
ηδυμος
IDX:
39505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39506
Key:

Data

{'content': 'sweet, pleasant'}